- περιτιλλω
- περιτίλλωπερι-τίλλωощипывать, обрывать
(θρίδακα Her.)
περιτετιλμένος τὰ πτερά Luc. — с ощипанными перьями, кругом ощипанный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θρίδακα Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιτίλλω — Α 1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς 2. βγάζω, παρατίλλω* 3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.) 4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περιτετιλμένον — περιτίλλω pluck all round perf part mp masc acc sg περιτίλλω pluck all round perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτετιλμένη — περιτίλλω pluck all round perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτετιλμένος — περιτίλλω pluck all round perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτῖλαι — περιτίλλω pluck all round aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτίλλουσα — περιτίλλω pluck all round pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτίλλων — περιτίλλω pluck all round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)